μα πώς της διέφυγε μία φυγή;
σώπα και έχει κρεμαστεί της λοβοτομής της ο απόηχος
στο κέντρο της πλατείας του χωριού
και της σιωπής της ο θόρυβος διανύει υπόγεια φαράγγια
από την ξενιτιά ως τα ελληνικά περίχωρα
απελπισία είναι το σύρμα της φωνής της
γκρεμίστηκε πάνω μου ραγίζοντας
την προσδοκία της συνάντησης
που σκαρφάλωνε απέλπιδος λυγμός των χρόνων
για την κορυφή του λάρυγγα
κι έγινε εκείνο το λευκό κορίτσι
με το ξέσκεπο όνειρο και τη μαύρη πέτρα στο χέρι
έτοιμη να απαρνηθεί όσα έμελλε
για τόπο εχθρικό η άμαξά της
μα την αλήθεια τι να φυλαχτείς από ένα κακοτράχαλο ριζικό
σκέφτομαι τα εξατμισμένα νιάτα της
στο στήθος τα μελάνια της χυμένα
νεκρή ακόμα και η μέδουσα του έρωτα
κι ανατριχιάζω την ευχή τον Παράδεισο δοξάζοντας
Αδειάζει η τάφρος και δε λογαριάζει κανένα.-
(αφιερωμένο με μία ευχή για την παιδική μου φίλη στα ξένα που επίτηδες όλα αυτά τα χρόνια έκλεινε τις πόρτες που θα μπορούσαν να ανασύρουν το χθες των παιδικών της χρόνων, για να μπορεί να αντέχει το βάρος κάθε μιας καινούργιας μέρας μακριά από ότι αγαπούσε)