κομπάζοντας στα βάθη των απύθμενων δυνατοτήτων κάθε ριπής,
νεκρώνοντας εκεί που κάποτε απ΄ασπάλαθο κατοικήθηκα,
εκεί όπου τρυπήθηκα και άδειασα το κίτρινο ευωδιαστό μου αίμα,
πηγαινοέρχοντας σε ένα χωράφι αδημονίας ολημερίς,
παίζοντας με τα δάχτυλα βαμμένα στο μπλε, από τις χάντρες του,
το κομπολόι του παππού και τις πιθανότητες,
σα νύφη μέλλουσα, ρόδα φορέματα ανεμίζοντας,
γελώντας δίχως έγνοια άσπρα φράγματα,
μακριά από τη λάμπουσα γραμμή του ορίζοντα,
όσο να φτάσει ένα σημείωμα στον προορισμό του
και να γυρέψει πίσω έναστρες ελπίδες που δεν ήρθαν ποτέ.