το άγγιγμα αδρύ μιας ξέφωτης μέρας
από κάπου θυμάμαι πως για να είσαι μαγικός παύεις από άνανδρα δάκρυα
ξέρεις κοιτάζοντας τον ουρανό σε δείχνουν τα αστέρια
πόσο άδικα σε παρασύρουν οι πεινασμένοι
οι τυμπανοκρουσίες των ενδημούντων
λαβύρινθοι αναρίθμητοι που τους κατατρώγουν
δαίμονες έτσι τριγύρω να γεννιούνται
καρδιά απόηχος άδειου δοχείου
όλοι με άφεση αποδημούντες
το όνειρο ας είναι να κοιτώ
κι απ' το σφιχτό μου δέρμα ν' αναβλύζομαι
όσο κι αν δένει τα δεσμά του ως αφανισμού
φωνάζει ο Κύριός μου από τους πόρους πιο πέρα
προέβλεψα να ζήσω μέσα απ' το όνειρο
ως τη βαριά σκιά του τέλους
μια αφημένη κασέτα σε καθίσματα εραστών