Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

λεξόπλασμα


πιο πάνω αν σταθεί μια λέξη
μαντήλι γνέφεις
χάνεται το λιβάδι με τα ανοιχτά στόματα
το τελευταίο χαρτάκι μελανό
στάζει νεκρά αρώματα
ο κυνηγός χαϊδεύει ρίγος
ράχη στιλπνή το ελάφι
που τον κοίταζε στο κέντρο του μετώπου
και του'κλεβε το κρίμα
ξαστέρωνε με σφαίρα ασημένια
μωβ ανεμώνες γύρω
όταν εσύ με κύκλωνες όλα τα χάδια
τέτοια βρυσούλα οράσεως τα όνειρα
με ξεραμένα χείλη
να ξημερώνεις εξωραϊσμό κενού
για να ισορροπείς τους νόμους αλαφροπατώντας
και τα αξιώματα να καταρρίπτονται αλλού
καμία μάχη δεν υπέκφευγε τα θύματά της


 "ΠΟΛΥ ΤΟ ΡΙΞΑΜΕ ΣΤΟ ΛΑΜΔΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
Πολύ το ρίξαμε στο λάμδα της Οδύσσειας κι ένα τριαντάφυλλο από απέναντι διεκδικεί τα διακαιώματά του…Στο κοινοβούλιο φυσάει ένα αεράκι από κυκλάδες βόρειες… Ένα κορίτσι με περιμένει πίσω από ένα πληκτρολόγιο που αντίς γράμματα έχει άνθη. Είναι κακό να περιμένει. Θα διαμαρτυρηθεί το πρωινό αηδόνι που την κοίμισε. Τα γιασεμιά της αυλής βαθαίνουν την πικρή τους ρίζα ν’ ανεβάσουν άρωμα… Ένας ερωτευμένος είμαι πάλι κύριε, που βγάζω νόημα κι απ’ το ασήμαντο. Ο Μάιος μόλις φάνηκε ορθοπεταλιά με το ποδήλατο. Έχει στην πλάτη χάρτινα φτερά κι είναι Αλβανός με σώμα ένδοξο… Η μέρα ακουμπάει στο λευκό τοίχο για να στηριχτεί κι ανασηκώνει το καλτσάκι της. Κορίτσι όμορφο με το φρύδι μαύρο και το στήθος άγουρο. Ανοίγω το τεφτέρι που φυλάω λέξεις τις πολύτιμες και υποδέχομαι το Μάιο γράφοντας: ευλογητικιά, παράκηπος, πλανέτο, γυροποταμιά, αχινοποδάτη, παιγνιώτης, ξωμονάστηρο, φουντάνα, ερημοτοπιές, ερωτικόβρυση, νησόπουλο, ανθόμοιος, αστροφύτευτη, ανάριμα, στεναξιά, ερημανθρωπία, αγριοκόριτσο, άκηπος, καλλίπενθος, ανεμοκαίγομαι, αλγινόεσσα, οργικό, κρημνιώτισσα, μπηχταράκι…Λουλούδια, πάρτε λουλούδια κύριε, λόγια ελληνικά…
Γιώργος Μίχος

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

πίσω σου


«Mείνε.. Mείνε..» φωνάζει στην πλάτη ο καθρέφτης
μείνε είδωλό μου, να σωθούμε κι οι δυο..
Ξάφνου στη μέση του χαμού
και κάτω στο χειμώνα των ατέλειωτων βροχών,
από τις λάσπες μυρίζει θυμάρι,
στα πεζοδρόμια που τρέχω άτι αφηνιασμένο
τα απορημένα μάτια των περαστικών που κλέβω,
κι όλοι οι χρόνοι κερασμένοι να με ξεπερνούν,
ξερόκλαδα πατήματα ακούγονται και πέτρες γωνιασμένες,
πλησιάζει,
ζεστό είναι το όνειρο κι είναι απαλή η αγάπη,
από παντού τρυπούν και μπαινοβγαίνουν
το αδύνατο, το άκαρδο, το άχρονο,
σκέψη μου σκαλωμένη μετρώ τα φτερουγίσματα,
τους κύκλους των καμένων ως το αλώνι του ήλιου,
σημάδεψα πετάγματος κλαδί και παρακλάδι,
ύστατο πούπουλο γυρνάει προς τα μέσα φοβισμένο,
φανάρια διαβάσεων τα μόνα φώτα της ερήμου,
ολούθε αίμα και δακρύων κυματομορφές,
η ματωμένη ανθρωπιά στο έρμα,
τρυπά το όνειρο ζεστό, λογχίζει η αγάπη,
στην στάση περιμένοντας,
μέσα σε κήπους μοχθηρούς με φίδια μεγαλώνουν,
σε χτυπημένα μέτωπα οργής,
σε χνώτα αφιλόξενα τόσο που ο μαστός φυραίνει,
σκιές δραπέτες βγαίνουν, χαρτάκια πεταμένα στα λασπόνερα,
όπως αυτά που φτιάχνω μαζί τους να κατρακυλώ,
και ύστερα ξαπλώνω με το παράθυρο ανοιχτό,
επίτηδες, ελεύθερος,
την ώρα να κραδαίνω,
την ώρα που από παντού τρυπά και μπαίνει
ο κλέφτης πόθος με τη χάρη και τους καθάριους ήχους
το χέρι σου επιτέλους να κρατώ..

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

δρύω


τρόμαξα με τη δυνατή μου σκέψη
τώρα η σκιά διπλή τρέχει μπροστά
όνειρο είναι ας περιμένει
τυφλό των πιθανοτήτων
αδιάφορο αν θα μπορούσες γρήγορα πιο πέρα
των αδυνάμων να πας
κι ας άνοιξε σε μια στιγμή ουράνιος τύμβος
εκεί να βουλιάξεις,
έμαθα ανάποδα το χειμώνα αθώα να αγναντεύει
καθάριο πέλαγος, άσπρο αφρό να προμηνύει ξαστεριά
Πού είσαι Ξένε;
ανάμεσα σε Μένα να σταθείς και στο Φόβο
ανάμεσα σε Σένα και στο φόβο Εγώ,
ανάμεσά μας μια βελόνα φωτός να πλατιάζει
κοίταξε το αποκορύφωμά μας
που ορθώνεται ετούτο το λεπτό
σαν άλλος άνθρωπος
και μη θαρρείς πως τα κουτάβια ουρλιαχτά μες στη βροχή
είναι πολύ μακριά..