Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

λανθάνον


της καλλιτεχνίας έμβασμα
είναι η λύτρωση για την απαξίωση της ομορφιάς που κάποτε εννοούσες
 που αν μετρήσεις τις χαρές
τελειώνεις σε θάνατο
με κάποιο τρόπο πρέπει να το παζαρέψεις
δεν είναι η ανημπόρια δική σου εκδρομή
να στη φορέσουν ταμπέλα
ούτε μου είπες πως η παγωνιά φωλιάζει στα κόκκαλα
όταν η μοναξιά δεν ξέρει ποιό πλευρό να διαλέξει
δεν κρυώνω τώρα- γι αυτό
δεν σκέφτομαι, μην τυχόν μηδενίσω τους συμμαθητές μου
για τα δώρα που μου βγάζουν μέσα από το καπέλο
τραβώντας μαγικά την καρέκλα πίσω από την πλάτη μου
χορταίνω το λαγό μιας κατάδυσης στην αδικία
ξέρεις τρώμε ακόμα εδώ χρονομετρώντας
το φαγητό μας όλο και τον εαυτό μας ως πότε
έτσι ξεχνιέμαι κάθε μέρα στο θρανίο
στο χειρότερο σχολείο που ήλιο δε βλέπει
όταν σχολάω αρκεί που κυλάει η φύση κάπου έξω
το πράσινο να σκεπάσει τη γυμνή ραχοκοκκαλιά μου

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

σύννεφο μικρό


Πριν από σύννεφο μικρό
χαράχτηκε ο δρόμος του χειμώνα
Σύννεφα διακλαδούμενα
λαβύρινθος το πέπλο
κεφαλι δε σηκώνει μεροδούλι μεροφάι
σκαλώθηκε ο αγιασμός στην άκρη της ανέμης,
ούτε τυλίγεται ο χαμός ούτε κεντάται νήμα
μνήμες αδέσποτες σα σφαίρες του ασημιού 
το αραχνοϋφαντο το πανωφόρι εξαχνώνουν μιας ελπίδας
το πιο μακρυ ταξιδι μου ο πόθος να μισεψω
σαν έρθει η δύση με το άπειρο στα τρένα,
ανοιξη να λογίζεται για μένα
ναι τότε να πιστέψω
σα δουν τα μάτια τις φωτιές των άλλων κόσμων
που οι χειμώνες μου τις λοιδωρούν για να μη με πονάνε
κι αυτές αλύπητα χτυπούν το όνειρο του Ιωνά
μέσα στους τοίχους της κοιλιάς του αχόρταγου ψαριού
Διχάζομαι τι θα ναι
ουρανοξύστες γυάλινοι
ή τάχα η δίχρωμη η άμπωτη του Αμαζόνα ποταμού
και ποιά ναυάγια στα μακρινά τους βράχια
σιωπή από ξενιτεμένα στήθη ακουμπούν
Ψύχρα έπιασε απόψε στον καθρέφτη
κι η άγνοια των βελόνων στα δάχτυλα
έλα στη θέση μου

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

στένωση


ο κώδικας που οδηγεί στην ίδια στένωση
κι ούτε να καταπιώ μπορώ,
ούτε χωρώ να μεταφέρω την πραμάτεια,
που με ακολουθεί ουρά,
κι αν είναι εξευτελιστικός,
πασχίζοντας να πνίξει ότι τον πονά,
με ουτοπία τα στήθια μου φουσκώνει,
δεν με αφήνει να ζηλεύω τις ξεθωριασμένες μου πτυχές,
τις καίω κάθε που με επισκέπτονται
πάνω στα κοκκαλιάρικα της μέρας πλάνα,
ο κώδικας αυτός, μαζεύει από τα μάτια μου
όσες κλωστές κι αποκαϊδια ξεπηδούν
και τους λυγμούς που με βαραίνουνε
ναυάγια τους κεντάει στα σπλάχνα
ώσπου κι εκείνοι να καούν..
............................................................
άλλο είναι να σε τραβούν τα παλιά σου ράμματα
-όσο αλλάζει ο καιρός της ύπαρξης
παιδεύουν οι ματίσεις-
κι άλλο ακόμα να πληρώνεις κουστούμια 
που επιμένουν να σου ράβουν ακριβά
επειδή τη μοίρα σου έχεις ξηλώσει
...........................................................
Ύψιστε πότε ξημερώνει;