Ερημωμένος, ξέσκεπος φάνηκε ο πόνος,
βουβή ακολούθησε η συνουσία με το βιος του.
Κείνος αφέντης μέσα του, ανηφόριζε βουνά,
γέμιζαν μάτια όλο λαχτάρα το στήθος και η πλάτη,
κελαρυστά ποτάμια ο οδυρμός του,
πράσινα μίλια σκεπασμένα άνθη,
πίσω απ΄το έρμα κόκκινη φλόγα ξαγρυπνά
κι απόκρημνα μια θάλασσα βαθιά πελασγική
στο γκρέμισμα ενδεχόμενό του,
κεντάται δίχως αίμα,
κι ανάθεμα δεν έχει κορυφή, ούτε βυθό, μονάχα ευχή,
ο δρόμος φιδωτός
κι ο χαλασμός σέρνει ουρά τα πάθη,
ένα ξημέρωμα που έφτανε μαβιά μια γεύση
από σταγόνα εκλιπόντων των σωμάτων,
οράματα αδικοχαμένα αστραφτερά,
ορίζοντα πότε θα επιστρέψεις τη γαλάζια σου καμπή
ποιό νόμισμα χρυσό αντάξιο θα σταθεί στο στόμα
του έρωτά του