πόσο θα έτρεμα από χαρά
αν μου έμελλε να ξεσκεπάσω
το όνομά μου στην Οξυά
στους ξεχασμένους λόφους
κλαδιά που με κρατήσανε λευκή αγκάλη
δίχως κόμπους
ήλιος δεν την ξεπέρναγε
μόνο η κλεφτή αχτίδα
στο μέτωπο κεντίδι
που τώρα καρβουνιάζει
να με τραβάς φωτογραφία
κι αβυσσαλέα του κενού να μοιάζει
νά' μαι ο μύθος ο πολύς
που πάσχιζες να ξεπεράσεις
η ολόγιομη υποδοχή του δάσους
εδώ τα αρώματα στεγνώνουνε
πώς μας προδώσαμε
μια τρύπα ανοίξαμε
μόνο εκεί να ξεπηδά το βιός μας
ρωγμή των πέρα κόσμων
ένα και δυο ρημάδια προχωρήσαμε
εν' δυο
πιάσε με χέρι για το γύρο του θανάτου
έτσι να κοιταζόμαστε
μέσα απ'το περιτύλιγμα
αν μου έμελλε να ξεσκεπάσω
το όνομά μου στην Οξυά
στους ξεχασμένους λόφους
κλαδιά που με κρατήσανε λευκή αγκάλη
δίχως κόμπους
ήλιος δεν την ξεπέρναγε
μόνο η κλεφτή αχτίδα
στο μέτωπο κεντίδι
που τώρα καρβουνιάζει
να με τραβάς φωτογραφία
κι αβυσσαλέα του κενού να μοιάζει
νά' μαι ο μύθος ο πολύς
που πάσχιζες να ξεπεράσεις
η ολόγιομη υποδοχή του δάσους
εδώ τα αρώματα στεγνώνουνε
πώς μας προδώσαμε
μια τρύπα ανοίξαμε
μόνο εκεί να ξεπηδά το βιός μας
ρωγμή των πέρα κόσμων
ένα και δυο ρημάδια προχωρήσαμε
εν' δυο
πιάσε με χέρι για το γύρο του θανάτου
έτσι να κοιταζόμαστε
μέσα απ'το περιτύλιγμα
Πολύ καλό ποίημα. Κυλάει σαν γάργαρο νερό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρία Ρ., να σημειώνουμε να μην ξεθωριάζουν τα υπάρχοντά μας. Να είστε καλά. Με τιματε.
ΑπάντησηΔιαγραφή