άνοιξε μια χαράδρα ως τον πυρήνα
κι από τα έγκατα πορφύρα άφρισε
πλημμύρισαν ποτάμια οι κόρες των ματιών
οι κογχες σχίστηκαν ως η διάδοση του πόνου
να γευτεί απ'άκρη σ'άκρη
πού είσαι κύμα να ξεπλύνεις
την πηχτή την πίκρα που έβρεξε το στόμα
για του καιρού και των ανθρώπων λάθη
στα ξαφνικά που τον θυμήθηκαν
εκει που ειχε το στήθος ανοιγμένο
εκεί που πέταγε έπαψε να βλέπει να πετά
καυτός κι άλλοτε παγωμένος
λάβα και παγετός
κατάλαβε πως είναι να περνά μια κόλαση κι ένα θανατικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου