φωνάζοντας αν,
με τα φτερά σου ήσυχα ερωδιέ και κύκνε,
βουλιάζουνε ερημιές στο στήθος
χτυπούν τα σήμαντρα της φλέβας,
πέτρες της άνοιξης κατρακυλούν στο χωματόδρομο
κι όλα τα πρόσωπα του κόσμου κατρακυλούν μαζί τους,
βουητά ρηχά ή ματωμένα,
σκονίζονται και χάνονται,
κι εκείνα παραπονεμένα, άραγε ποιών αγγέλων,
νερά αλμυρά βάζει το μέσα να γυρνάνε
κι όπως ανακυκλώνεται η ποινή του εκλιπόντος στίχου,
μαυρίζει μόνο το μικρό φτερό της ωμοπλάτης,
αυτό που στη γωνιά στριμώχνεται
για να στραγγίζει το πικρό μου πιώμα,
ω αγάπη μου γωνιές που σου φυλώ
σχισμές για να σ'αγγίζω,
να λιγοστεύω από ύλες του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου