πιο μακριά κι από του ταξιδιού τα μάκρη
κανόνιζα άλλα να σου πω
βουνό δεν την ξεχνώ τη ράχη
φύλλο ούτε τις ραφές σου
ξημεροβραδιαζόμουν ήρεμη κάποτε
στις θήκες των οργάνων σου
ξαπλωμένη παρέα με τους κεραυνούς τους
τώρα που στάζει μέσα μου άηχος ποταμός
πηγαινοέρχομαι αγρίμι να γεννώ την ηχώ σου
να μ' ελευθερώνω
πάνω σε μάστιγα που έρχεται γοργά
με ένα χέρι απαλό δροσάτο δίχως το πρόσωπό του
λύγισα κλωνάρι
το χέρι μου κρατά μαύρος αβύσσου δίσκος
Δώσαμε, δώσαμε σκούρο βαθύ
Γύρνα μας στο φως
"Δε δώσατε, δε δώσατε" της λέγει ο εφιάλτης
γυμνός κυλιέται στα κοκκινοχώματα, του χάρου ο αδερφός
σκόρπια τα μαύρα ρούχα στο καλάθι
κι η αγκαλιά γιατρειά του μέλλοντος
αγέννητος σπόρος
"Δε Δώσατε Δε δώσατε"
Η άμμος πλέκει σάβανα στο βυθό
Τετελεσμένος χρόνος ας γενεί
να χαιδεύω τα ζεστά νερά της
γκριζογαλάζιο φθινοπώρου
κι εσύ να μου κρατάς το φιλί ζεστό