Γέλια, καθρέφτες εξαφνες χαρές κι ο χρόνος να λυγάει μπροστά. Ήρθα.. Μπροστά σου.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012
διαταραχή 543
Διαφανώς,
απορροφώ και ανακλώ
όσα η ζωή με στρόβιλο πάνω μου ξεφορτώνει,
δέντρα, εντολές και χιόνι ως το λαιμό
και χίλια μύρια πράγματα οι φυλακές,
πάθη, βουνά, τη λάσπη,
θάλασσα, λάθη στα μηνύματα,
δόντια η αγάπη και καρφιά ο ουρανός για τ'άγουρα φτερά,
όνειρα σε χαμένα δάση κι οι θάνατοί τους,
ύστατες πνοές κι αγγίγματα,
ο κλέφτης, ο χαμένος, ο αγαπητικός, ο αδερφός στην πλάτη
σε κάθε βήμα μου για σιγουριά,
μια μαχαιριά,
εκεί πού στρώναν να πεινώ,
που έτρωγαν να πονάω,
να γονατίζω εκεί που κείτονταν αναπαυμένοι,
εγώ και τα κομμάτια τους που είμαι
εγώ και ο καθρέφτης μου στον άνθρωπο...
απορροφώ και ανακλώ
όσα η ζωή με στρόβιλο πάνω μου ξεφορτώνει,
δέντρα, εντολές και χιόνι ως το λαιμό
και χίλια μύρια πράγματα οι φυλακές,
πάθη, βουνά, τη λάσπη,
θάλασσα, λάθη στα μηνύματα,
δόντια η αγάπη και καρφιά ο ουρανός για τ'άγουρα φτερά,
όνειρα σε χαμένα δάση κι οι θάνατοί τους,
ύστατες πνοές κι αγγίγματα,
ο κλέφτης, ο χαμένος, ο αγαπητικός, ο αδερφός στην πλάτη
σε κάθε βήμα μου για σιγουριά,
μια μαχαιριά,
εκεί πού στρώναν να πεινώ,
που έτρωγαν να πονάω,
να γονατίζω εκεί που κείτονταν αναπαυμένοι,
εγώ και τα κομμάτια τους που είμαι
εγώ και ο καθρέφτης μου στον άνθρωπο...
Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012
δαχτυλίθρα
Όλο και περισσότερους ρουφάει ο ουρανός
διαχεόμενοι στα σύμπαντα άνθρωποι
Όσο απλώνεται ο καθρέφτης του
οι μέρες στάζουνε από ψηλά σαν κατακάθι
θερμές κι αβάσταχτες
Κι εγώ με ένα σουβλί απ' άκρη σ' άκρη
Ο Αθανάσιος, μπρος στο βαθύ σκοτάδι δε λυγά
μουδιασμένος παίρνω τις ράχες δίχως αίμα
Είναι εκεί
Πιότερο μικρή και ροδαλή σαν πάντα
η Ανοιξη που κεντάει της γης το δέρμα
Περίλυπη κοιτάζει
πόσο άδεια είναι τα χέρια μου
Μήτε νέο κανένα να της δώσω
παρά μονάχα την ακοίμητη μου στάση
Ζητώ πώς θα τελειώσω αγκαλιασμένος
με μία ελπίδα από τον κόσμο
κι εκείνη απαντά πόσο απύθμενο είναι το κενό
πως μόνο η αλήθεια καρτεράει να με προσπεράσει
πέρα στις άγονες βουνοκορφές
και στις ακτογραμμές των οριζόντων
διαχεόμενοι στα σύμπαντα άνθρωποι
Όσο απλώνεται ο καθρέφτης του
οι μέρες στάζουνε από ψηλά σαν κατακάθι
θερμές κι αβάσταχτες
Κι εγώ με ένα σουβλί απ' άκρη σ' άκρη
Ο Αθανάσιος, μπρος στο βαθύ σκοτάδι δε λυγά
μουδιασμένος παίρνω τις ράχες δίχως αίμα
Είναι εκεί
Πιότερο μικρή και ροδαλή σαν πάντα
η Ανοιξη που κεντάει της γης το δέρμα
Περίλυπη κοιτάζει
πόσο άδεια είναι τα χέρια μου
Μήτε νέο κανένα να της δώσω
παρά μονάχα την ακοίμητη μου στάση
Ζητώ πώς θα τελειώσω αγκαλιασμένος
με μία ελπίδα από τον κόσμο
κι εκείνη απαντά πόσο απύθμενο είναι το κενό
πως μόνο η αλήθεια καρτεράει να με προσπεράσει
πέρα στις άγονες βουνοκορφές
και στις ακτογραμμές των οριζόντων
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)