Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

πώς σε κοιτούν


κρατάς την καρδιά μου σ'ένα ξύλινο τέμπλο
οι πεταλούδες στο στομάχι μου σώπασαν
και κοίτα, τις χορδες τους μαζεύω
πώς με κοιτούν από ψηλά χωρίς καρδιά
από της θάλασσας τον πυθμένα
είναι ο κόσμος πιο θαμπός
ο εχθρός μονάχος του
τους δρόμους αγάπησα γιατί δεν είχα
κι αφέθηκα να γυροφέρνω έναν έναν
με τους ανθρώπους της ξερής αντοχής
σε καφέ με γκαζόν και ομπρέλες λευκές
κι εμείς ρημαγμένοι σε σκονισμένα συντρίμια
η αίγλη που μας ακούμπησε και πήγε στο διάολο
καλύτερα να φύγω σαν το τελευταίο μάταιο απομεινάρι
κοιτώντας τον ουρανό και τις σκιές τους
κάτω απ΄το νερό
που οι καρδιές των παιδιών ακόμα χτυπούν

2 σχόλια:

  1. Μελαγχολικό και όμορφο σαν τα τελευταία ηλιοβασιλέματα του φθινοπώρου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ασάλευτε, όταν κάνεις βουτιά μέχρι το βυθό και μετά γυρνάς ανάσκελα και κοιτάς προς τα πάνω δεν είναι μία ασφάλεια εκεί, όπως έρχεται το φως; Είναι ήρεμα κι αλλοιώτικα.
    Δεν είναι η αδικία, δεν είναι η φθορά και η απαξίωση της ύπαρξης που συνέχεια συναντάς στον απάνω κόσμο.
    Μέτρα ανατολές και ηλιοβασιλέματα είπαμε. Και στο χειμώνα θα βρούμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή