όταν αρχίζει να χτυπάει η φλέβα
με λιβανίζεις μια σκόνη που λάμπει
κι ερχόμαστε αγκαλιασμένοι
σ'ένα βαθύ μπλε αβύσσου κυματίζοντας
στα υψίπεδα των ποδιών μας
μ'ολα τα φτερά ελπίζοντας
πως τώρα αραχνοϋφαίνονται οι πρώτες μνήμες
τόσο τυφλωμένη κρατιέμαι από τους ψίθυρους
πως θα μου δείξεις τα σήματα
τόσο που ακόμα δεν σταματώ να κυνηγώ
ότι σημαδεύεται με φως
κι ύστερα όλα σβήνουν πάλι σε μια κοιλάδα επίπεδη
πόση γαλήνη πρέπει να καταπιώ
για να αντέχω να χωρώ ανάμεσα στις λεγεώνες
των άκαρπων πραγμάτων
σαν σάτυρος που χαίρεται αλλά το θησαυρό του δεν ζυγώνει